- συμπεριφορικώς
- Αεπίρρ. βλ. συμπεριφορικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπεριφορικός — ή, ό, Ν [συμπεριφορά] φρ. «συμπεριφορική θεραπεία» (ιατρ. ψυχολ.) είδος ψυχοθεραπείας που έχει ως αφετηρία της την υπόθεση ότι τα συμπτώματα τής ψυχικής νόσου οφείλονται σε κακή μάθηση και η οποία προσπαθεί να θεραπεύσει τη νόσο αυτή με μια αγωγή … Dictionary of Greek